- αλογονοπαράγωγα
- τα Χημ.οργανικές ενώσεις που περιέχουν άτομα ενός ή περισσοτέρων αλογόνων, δηλαδή φθορίου, χλωρίου, βρώμιου ή ιωδίου, τα οποία συνδέονται με άτομα άνθρακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυστυρόλιο — Κοινή ονομασία των προϊόντων πολυμερισμού του στυρόλιου ή βινυλβενζόλιου ή φαινυλαιθυλένιου (C6H5CH:CH2), γνωστά στο εμπόριο ως τρολιτούλ, στυρόπλαστο, φριγκολίτ κλπ., ανάλογα με το βαθμό του πολυμερισμού τους. Το π. είναι άχρωμο, διαφανές ή… … Dictionary of Greek
γλυκόλες — Ομάδα αλκοολών που περιέχουν δύο υδροξύλια, συνήθως σε δύο διαφορετικά άτομα άνθρακα. Οι 1,1 διόλες, όπως ονομάζονται, περιέχουν τα δύο υδροξύλια στο ίδιο άτομο άνθρακα, αποτελούν τους υδρίτες των καρβονυλικών ενώσεων, είναι σώματα ασταθή και με… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek